- πολυκτέανος
- -ον, Ααυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, -άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι-κτέανος].
Dictionary of Greek. 2013.