πολυκτέανος

πολυκτέανος
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, -άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι-κτέανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυκτέανον — πολυκτέανος masc/fem acc sg πολυκτέανος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτεανώτερος — πολυκτέανος masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτεάνοιο — πολυκτέανος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτεάνοις — πολυκτέανος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτεάνων — πολυκτέανος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτέανοι — πολυκτέανος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκτέανος — ον, Α (επικ. τ.) φιλοκτήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”